μοσχαρήσιος

μοσχαρήσιος
α, ο телячий относящийся к телёнку;

τό μοσχαρήσιο κρέας — телятина


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μοσχαρήσιος" в других словарях:

  • μοσχαρήσιος — και μοσκαρήσιος, α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μοσχάρι ή που προέρχεται από το μοσχάρι («μοσχαρήσια μπριζόλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχάρι + κατάλ. ήσιος (πρβλ. αρν ήσιος, γελαδ ήσιος)] …   Dictionary of Greek

  • -ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • μοσκαρήσιος — α, ο βλ. μοσχαρήσιος …   Dictionary of Greek

  • μόσχειος — α, ο, θηλ. και ος (Α μόσχειος, ον) [μόσχος(Ι)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μοσχάρι ή που προέρχεται από μοσχάρι, ο μοσχαρήσιος («κυνούχος μόσχειος» λουρί σκύλου από δέρμα μοσχαρήσιο, Ξεν.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo μόσχειον (ενν. δέρμα) το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»